- ἐπίπεμπτον
- ἐπίπεμπτοςbearing interest at the rate ofmasc/fem acc sgἐπίπεμπτοςbearing interest at the rate ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοὐπίπεμπτον — ἐπίπεμπτον , ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of masc/fem acc sg ἐπίπεμπτον , ἐπίπεμπτος bearing interest at the rate of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεμπτος — η, ο (Α ἐπίπεμπτος, ον) [επιπέμπω] μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5) νεοελλ. μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική… … Dictionary of Greek